Ήταν Νοέμβριος του 1915 όταν το υπερωκεάνιο που κάποτε λεγόταν City of Vienna ξεκινούσε από τον Πειραιά με κατεύθυνση τη Νέα Υόρκη. Πλέον ονομαζόταν Thessaloniki. Είχε αλλάξει χέρια, σημαία, αποστολή. Στις μηχανές του κουβαλούσε φορτίο, στις καμπίνες του ανθρώπους, και στο κατάστρωμα ένα κομμάτι της Ελλάδας που αναζητούσε μέλλον στην άλλη άκρη του Ατλαντικού.
Οι μέρες του ταξιδιού κυλούσαν ήρεμα ώσπου το ημερολόγιο έγραψε 21 Δεκεμβρίου. Ένα κύμα έσπασε το παράθυρο του μηχανοστασίου. Τα νερά κάλυψαν τους λέβητες. Οι μηχανές σώπασαν. Και ξαφνικά, το Thessaloniki ήταν ένα πλοίο ακυβέρνητο, στη μέση του ωκεανού, χωρίς τρόπο να κινηθεί, χωρίς φως, χωρίς ελπίδα.
Το πλήρωμα πάλευε με κουβάδες να αδειάσει τα νερά. Οι επιβάτες πάθαιναν κρίσεις πανικού. Δεν υπήρχε τρόφιμο που να μην είχε μουσκέψει, δεν υπήρχε σταγόνα νερού που να μην είχε αλατίσει. Ο καπετάνιος, ο Γκουλάνδης, έστελνε συνεχώς σήματα κινδύνου. Το πλοίο ζητούσε βοήθεια. Αλλά ο χάρτης τους δεν έβρισκε.
Τη νύχτα έφτασε το ιταλικό Stampalla. Το πλήρωμα του Thessaloniki αρνήθηκε να φύγει. Ήλπιζαν ότι θα καταφέρουν να επισκευάσουν τη ζημιά. Μα τα πράγματα χειροτέρεψαν. Νέα καταιγίδα, νέες απώλειες. Οι λέμβοι ξεριζώθηκαν. Η πίστη στένεψε. Το Stampalla αποχώρησε. Και το πλοίο έμεινε με την απόγνωσή του.
Στις 31 Δεκεμβρίου εμφανίστηκαν δύο σιλουέτες στον ορίζοντα: το Patris και το Florizel. Το ένα φόρτωσε τους περισσότερους επιβάτες, το άλλο έδεσε για ρυμούλκηση. Όμως η θάλασσα είχε άλλη γνώμη. Το σχοινί έσπασε. Και πάλι το πλοίο παραδόθηκε στο έλεος του ωκεανού.
Πέντε ημέρες αργότερα, ο καπετάνιος έδωσε τη διαταγή που είχε καθυστερήσει όσο άντεχε η συνείδησή του: εγκατάλειψη. Ο ίδιος και λίγοι άνδρες είχαν μείνει πίσω, αρνούμενοι να το αφήσουν. Άνοιξαν τις βαλβίδες, ώστε το πλοίο να μην αποτελεί πλωτό φάντασμα. Το Thessaloniki βυθίστηκε ήσυχα, σαν να μην ήθελε να ενοχλήσει.
Ανάμεσα στους επιβάτες ήταν και ο πατήρ Καλλίστρατος Γκλάβας. Έλληνας ιερέας που ταξίδευε από την Ελλάδα προς το Cedar Rapids της Αϊόβα, κουβαλώντας ιερά κειμήλια και ελπίδες. Όταν ήρθε η ώρα της κρίσης, στάθηκε όρθιος, ύμνησε, προσευχήθηκε, κράτησε το πλήρωμα ενωμένο. Δεν εγκατέλειψε ούτε στιγμή τον κόσμο του.
Ο πατήρ Γκλάβας έχασε όλα του τα αντικείμενα, εκτός από έναν χρυσό σταυρό που κουβαλούσε στο στήθος. Μετά τη διάσωση, γύρισε στην Αμερική και υπηρέτησε ως ιερέας για δεκαετίες. Η μοίρα τον έφερε στο Τολέδο, στο Σικάγο, στο Ντιτρόιτ. Μέχρι που το 1948 έπεσε νεκρός σε ληστεία, χτυπημένος όχι από κύμα, αλλά από έναν νεαρό που δεν ήξερε ποιον είχε μπροστά του.
Το πλοίο ήταν ασφαλισμένο. Η εταιρεία κατηγορήθηκε. Δόθηκαν αποζημιώσεις. Αλλά κανείς ποτέ δεν έμαθε στα αλήθεια τι σημαίνει να ζεις πέντε μέρες στη θάλασσα χωρίς κινητήρα, χωρίς πόσιμο νερό, με τον ωκεανό να σε σπρώχνει σαν άχρηστο κουτί. Όσοι επέζησαν, δεν έγιναν ήρωες. Έγιναν απλώς άνθρωποι που αγάπησαν πιο βαθιά τη ζωή.
Η ιστορία του SS Thessaloniki δεν μπήκε σε βιβλία. Χάθηκε μέσα στον Α’ Παγκόσμιο. Στην καρδιά όμως όσων το έζησαν, έμεινε ως μια υπενθύμιση: ότι μερικές φορές, το πιο γενναίο πράγμα που μπορείς να κάνεις είναι να μην παρασύρεις κανέναν μαζί σου στον βυθό.