Γεννήθηκε αρχόντισσα, μεγάλωσε μέσα σε μεταξωτά και κατέληξε να ζητιανεύει ψωμί για ξένα παιδιά. Η ζωή της Πανωραίας Χατζηκώστα ξεκινά στις Κυδωνίες, στο Αϊβαλί, προτού μετατραπεί σε θρύλο με το πιο φτωχό παρατσούκλι που έχει δοθεί ποτέ στην Ελλάδα: Ψωροκώσταινα.
Ήταν παντρεμένη με τον έμπορο Κώστα Αϊβαλιώτη και είχαν πέντε παιδιά. Ζούσαν καλά, ώσπου οι Οθωμανοί εισέβαλαν στην πόλη το 1821 και την ισοπέδωσαν. Μέσα σε λίγες ώρες, η Πανωραία έχασε τον άντρα της, τα παιδιά της, την περιουσία της, το σπίτι της, και σχεδόν το μυαλό της.
Τη διέσωσε ένας ναύτης και την επιβίβασε σε καράβι. Μεταφέρθηκε στα Ψαρά, κυνηγημένη, τρομαγμένη, κουρέλι ψυχής. Εκεί τη φρόντισε ο λόγιος Βενιαμίν ο Λέσβιος. Όχι μόνο της έδωσε τροφή και καταφύγιο αλλά και σκοπό. Κοντά του, βρήκε προσωρινά μια ανάσα.
Στα Ψαρά οι ντόπιοι άρχισαν να τη φωνάζουν «Ψαροκώσταινα». Όχι προσβλητικά, μα σαν συντομογραφία του τόπου και του ονόματός της. Όμως η μοίρα συνέχισε. Το 1824 ο Βενιαμίν πέθανε από τύφο και η Πανωραία βρέθηκε ξανά μόνη, χωρίς κανέναν και τίποτα.
Αυτή τη φορά κατέληξε στο Ναύπλιο. Εκεί δεν ήταν παρά μία από τους πολλούς. Μια γριά χήρα, άστεγη, πεινασμένη. Κοιμόταν σε πεζοδρόμια, κουβαλούσε νερά, έπλενε ρούχα για ένα κομμάτι ψωμί. Και παρά την εξαθλίωση, έκανε κάτι που δεν έκανε σχεδόν κανείς.
Μάζευε ορφανά. Παιδιά που είχαν χάσει τους γονείς τους στον Αγώνα. Τους έφερνε φαγητό, τους ζήταγε ρούχα από σπίτι σε σπίτι, τα έπλενε με τα χέρια της, χωρίς αντάλλαγμα. Εκείνα τη φώναζαν «Ψωροκώσταινα», ίσως για την εμφάνισή της. Ίσως και για να την πειράξουν.
Όμως δεν τους κρατούσε κακία. Συνέχιζε να τα φροντίζει. Μέχρι που ήρθε το 1826. Το Μεσολόγγι πολιορκείται. Στο Ναύπλιο ξεκινά έρανος. Οι πιο ευκατάστατοι σιωπούν, κανείς δεν θέλει να φανεί πρώτος. Μέχρι που ακούγεται ένα τρίξιμο από ένα σκουριασμένο βήμα.
Εκείνη σηκώνεται. Μια γυναίκα που δεν έχει σπίτι, δεν έχει ρούχα, δεν έχει τίποτα. Πλησιάζει, βγάζει ένα παλιό ασημένιο δαχτυλίδι και ένα γρόσι. «Αυτό μόνο έχω» λέει. «Και το προσφέρω για το Μεσολόγγι». Και τότε, ολόκληρο το δωμάτιο παγώνει.
Κάποιος ψιθυρίζει: «Η πλύστρα — η Ψωροκώσταινα — πρώτη πρόσφερε τον οβολό της». Και τότε ξυπνά το φιλότιμο. Ξεκινούν να σηκώνονται. Άλλος δίνει μια λίρα. Άλλος ένα βραχιόλι. Μέσα σε λίγα λεπτά ο δίσκος γεμίζει. Από μία πράξη γεννιέται μία Ελλάδα.
Αργότερα, όταν ο Καποδίστριας ίδρυσε ορφανοτροφείο στο Ναύπλιο, εκείνη παρουσιάστηκε μόνη της και προσφέρθηκε να πλένει τα ρούχα των παιδιών δωρεάν. Κανείς δεν της το ζήτησε. Δεν ήθελε αμοιβή. Ήθελε μόνο να είναι χρήσιμη. Να συνεχίσει να δίνει.
Και όταν ήρθε η ώρα να φύγει από τον κόσμο, λένε πως πέθανε γριά και εξαντλημένη, αλλά ποτέ μόνη. Τα παιδιά που είχε φροντίσει ήταν εκεί. Έκλαιγαν, σαν να έχαναν μάνα. Δεν της είπαν Πανωραία στην κηδεία. Τη φώναξαν όπως την έλεγαν πάντα. Ψωροκώσταινα.
Το όνομά της έγινε σύμβολο. Στην αρχή ειρωνικό. Μετά εθνικό. Η Ελλάδα άρχισε να αποκαλεί τον εαυτό της «Ψωροκώσταινα» σε κάθε οικονομική κρίση, σε κάθε στιγμή ντροπής ή αυτοσαρκασμού. Κι όμως, το πρόσωπο πίσω από το όνομα δεν ήταν γελοίο. Ήταν ηρωικό.
Από τη φτώχεια της γεννήθηκε κάτι που δεν εξαγοράζεται. Η προσφορά από το υστέρημα. Η αξιοπρέπεια χωρίς ανταμοιβή. Η φροντίδα των παιδιών χωρίς αίμα. Το δαχτυλίδι που έγινε φλόγα. Το παρατσούκλι που έγινε ιστορία. Και μια λέξη που σημαίνει πολύ περισσότερα.
Η Ψωροκώσταινα δεν ήταν απλώς ένα πρόσωπο. Ήταν ένας καθρέφτης. Που ακόμα μας κοιτάει.