Η Μάχη του Μαραθώνα το 490 π.Χ. δεν ήταν απλώς μια στρατιωτική αναμέτρηση. Ήταν ένα σημείο καμπής στην ιστορία, μια στιγμή που η επιβίωση της Αθήνας κρίθηκε όχι μόνο στη δύναμη των όπλων, αλλά και στη δύναμη της εντύπωσης. Η Περσική Αυτοκρατορία, η ισχυρότερη του τότε γνωστού κόσμου, πίστεψε ότι είχε μπροστά της έναν δεύτερο στρατό. Μα στην πραγματικότητα, έβλεπε τους ίδιους άνδρες που μόλις είχαν επιστρέψει από έναν αγώνα θανάτου.
Ο Μιλτιάδης, γνωρίζοντας καλά τις περσικές τακτικές από τη θητεία του στην Ιωνία, έπαιξε ένα παιχνίδι που ξεπερνούσε τα συμβατικά όρια της μάχης. Μετά τον θρίαμβο στο πεδίο του Μαραθώνα, όπου η φάλαγγα των Αθηναίων και των Πλαταιέων κατέτριψε τις περσικές δυνάμεις, διέταξε άμεση πορεία πίσω στην πόλη. Η Αθήνα ήταν άδεια, και ο περσικός στόλος είχε ακόμη τη δυνατότητα να την χτυπήσει. Αν έφτανε πρώτος στο Φάληρο, όλα θα είχαν χαθεί.
Μέσα σε λίγες ώρες, οι Αθηναίοι —εξαντλημένοι, μα αποφασισμένοι— διένυσαν σχεδόν 40 χιλιόμετρα. Όταν οι Πέρσες κατέπλευσαν στον όρμο, αντίκρισαν μια παράταξη στρατιωτών, ακέραιη και φαινομενικά αλώβητη. Το θέαμα τους έκοψε την όρεξη για μάχη. Η εντύπωση μιας δεύτερης, ακμαίας δύναμης ήταν αρκετή για να τους κάνει να εγκαταλείψουν. Κι έτσι, η πόλη σώθηκε όχι με σπαθιά, αλλά με ψυχολογικό τέχνασμα.
Η κλασική ιστορία μιλά για τον Φειδιππίδη, έναν δρομέα που έτρεξε να αναγγείλει τη νίκη. Αλλά ο Ηρόδοτος δεν καταγράφει κάτι τέτοιο. Ο πραγματικός Φειδιππίδης είχε σταλεί νωρίτερα στη Σπάρτη, σε μια απεγνωσμένη αποστολή βοήθειας. Ο περίφημος “μαραθώνιος”, όπως τον ξέρουμε σήμερα, είναι προϊόν παρανόησης μεταγενέστερων συγγραφέων. Ο πραγματικός άθλος δεν ήταν η διαδρομή ενός ανθρώπου — ήταν το ακατόρθωτο κατόρθωμα ενός στρατού.
Το στρατήγημα του Μιλτιάδη στο Φάληρο αποτέλεσε πρότυπο στρατιωτικής σκέψης. Ήταν μία από τις πρώτες εφαρμογές του δόγματος της «εικονικής ισχύος» — της εσκεμμένης παραπλάνησης του αντιπάλου μέσω σκηνοθεσίας. Οι άνδρες του είχαν μόλις αιματοκυλιστεί στη μάχη, αλλά στάθηκαν σαν να μην είχαν αγγίξει ξίφος. Αυτό το ψέμα, αυτή η ψευδαίσθηση αντοχής, ήταν ό,τι χρειαζόταν για να σώσει την πόλη.
Αν η Αθήνα είχε πέσει εκείνη την ημέρα, ολόκληρη η ιδέα της δημοκρατίας ίσως να μην είχε ριζώσει ποτέ. Οι πόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδας θα είχαν απομονωθεί. Η επόμενη εισβολή του Ξέρξη, δέκα χρόνια αργότερα, δεν θα έβρισκε αντίπαλο με την αυτοπεποίθηση και την εμπειρία της προηγούμενης νίκης. Ο Χρυσός Αιώνας του Περικλή, η φιλοσοφία, η τραγωδία, η γεωμετρία και η λογική — ίσως να μην υπήρχαν ποτέ.
Η μάχη του Μαραθώνα, όπως την κατέγραψε ο Ηρόδοτος, δεν τελείωσε με τους Πέρσες να φεύγουν. Τελείωσε με την Αθήνα να στέκεται — όχι μόνο ζωντανή, αλλά ψυχολογικά ακατάβλητη. Αυτό που έσωσε τον πολιτισμό ήταν ένα ψέμα, μια αυταπάτη. Ένα θέατρο εξουθενωμένων ανδρών, που λειτούργησε σαν τείχος. Ένα στρατήγημα που κανείς δεν θυμάται με το όνομά του, αλλά όλοι ζούμε με τις συνέπειές του.