Στο κέντρο του Λονδίνου, πολύ πριν ο κόσμος αρχίσει να μιλά για «ψυχική υγεία», υπήρχε ένας τόπος που όλοι ήξεραν με το όνομα Bedlam. Ήταν το Bethlem Royal Hospital, αλλά στους δρόμους δεν το έλεγαν νοσοκομείο. Το έλεγαν φρίκη. Κι όμως, αυτή η φρίκη πουλιόταν με εισιτήριο.
Στα τέλη του 17ου και για μεγάλο μέρος του 18ου αιώνα, η επίσκεψη στο Bedlam ήταν θεσμός. Όπως θα πήγαινες στο θέατρο, όπως θα πήγαινες σε παγοδρόμιο ή στον καθεδρικό του Αγίου Παύλου, έτσι πήγαινες και στο άσυλο. Με ένα penny ή μια μικρή δωρεά, άνοιγαν μπροστά σου οι πόρτες της τρέλας.
Οι επισκέπτες περνούσαν ανάμεσα σε θαλάμους, κοιτώνες και μεταλλικά κάγκελα. Οι ψυχικά ασθενείς ήταν εκεί, δεμένοι ή ακίνητοι, φωνάζοντας, σιωπώντας, ψιθυρίζοντας, κοιτώντας το κενό. Οι θεατές τους χλεύαζαν, τους σχολίαζαν, γελούσαν. Άλλοι τούς πετούσαν φαγητό. Κάποιοι έμεναν σιωπηλοί και απλώς παρατηρούσαν, σαν να κοιτούν έκθεμα.
Για κάποιους Λονδρέζους, η εμπειρία αυτή ήταν μορφή ηθικής εκπαίδευσης. Έλεγαν ότι το να δεις έναν «τρελό» από κοντά σε βοηθά να εκτιμήσεις τη δική σου ισορροπία. Για άλλους, ήταν ακριβώς αυτό που φαινόταν: διασκέδαση. Το Bedlam είχε γίνει μέρος του αστικού χάρτη της ψυχαγωγίας.
Μέχρι το 1770, οι επισκέψεις ήταν ανεξέλεγκτες. Δεν υπήρχε ιατρικό ή ηθικό φίλτρο, ούτε καν φραγμοί. Οποιοσδήποτε μπορούσε να μπει, να περιηγηθεί, να κοιτάξει, να κρίνει. Οι ασθενείς δεν είχαν ιδιωτικότητα. Δεν είχαν φωνή. Δεν είχαν καν το δικαίωμα στη σιωπή τους.
Υπήρχαν ιστορίες, φήμες, ψίθυροι. Ορισμένοι ασθενείς απέκτησαν φήμη, σαν θλιβεροί celebrities. Ο «άνθρωπος που μιλούσε με τον Θεό», η «γυναίκα που πίστευε πως ήταν πουλί», ο «νέος που τραγουδούσε όλη μέρα». Οι ταυτότητές τους έγιναν κομμάτι της εμπειρίας. Ο πόνος τους, αντικείμενο κουβέντας.
Το κοινό έδειχνε ενδιαφέρον γι’ αυτούς όχι για να κατανοήσει, αλλά για να κοιτάξει. Δεν υπήρχε κατανόηση. Δεν υπήρχε θεραπεία. Υπήρχε μόνο το χάσμα: του «λογικού» θεατή και του «τρελού» πίσω από τα κάγκελα. Το χάσμα γινόταν σκηνή. Και οι σκηνές του Bedlam έκαναν πάταγο.
Το Bedlam υπήρξε για δεκαετίες πιο δημοφιλές από πολλές θεατρικές σκηνές. Η επισκεψιμότητά του, σε ορισμένες περιόδους, ήταν συγκρίσιμη με εκείνη του Αγίου Παύλου. Το κοινό πήγαινε όχι μία φορά. Πήγαινε ξανά και ξανά. Και μάλιστα, συνόδευε επισκέπτες από άλλες πόλεις «για να τους δείξει το αξιοθέατο».
Η πρακτική αυτή δεν ήταν κρυφή. Αντίθετα, ήταν αποδεκτή. Κάποιοι γιατροί την υποστήριζαν σιωπηρά, άλλοι την ανεχόντουσαν, μερικοί την προωθούσαν. Ήταν, λέει, μορφή “moral education”. Στην πράξη, ήταν δημόσια ταπείνωση ανθρώπων που δεν μπορούσαν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους.
Το 1815, η κατάσταση δεν μπορούσε πλέον να κρυφτεί. Οι συνθήκες είχαν γίνει σκάνδαλο. Μια κοινοβουλευτική έρευνα αποκάλυψε την αλήθεια και η κοινωνία άρχισε να αλλάζει στάση. Η εποχή των επισκέψεων έσβηνε. Το κοινό σταμάτησε να πληρώνει για να βλέπει τον πόνο.
Με τις μεταρρυθμίσεις του William Charles Hood στα μέσα του 19ου αιώνα, το Bedlam μεταμορφώθηκε. Αφαιρέθηκαν τα κάγκελα, διακοσμήθηκαν οι τοίχοι, δόθηκαν ρούχα στους ασθενείς και θεσπίστηκαν μέτρα σεβασμού. Το φρενοκομείο έγινε επιτέλους νοσοκομείο.
Όμως η μνήμη δεν έσβησε. Ο όρος “Bedlam” πέρασε στη γλώσσα ως συνώνυμο του χάους, της τρέλας, της ασυδοσίας. Όχι γιατί το νοσοκομείο ήταν κακό. Αλλά γιατί η κοινωνία το είχε μετατρέψει σε θέαμα. Γιατί επί δεκαετίες, η τρέλα δεν ήταν πρόβλημα. Ήταν ψυχαγωγία.