ΑΡΧΙΚΗ » Ιστορία

Ήταν βαριά άρρωστος αλλά αρνήθηκε να παραδοθεί. Η ηρωική αυτοθυσία του Γεωργάκη Ολύμπιου στη Μολδαβία

Βαριά άρρωστος και χωρίς ελπίδα διαφυγής, ο Γεωργάκης Ολύμπιος επέλεξε να πεθάνει ελεύθερος παρά να πέσει αιχμάλωτος στα χέρια των Οθωμανών. Η ανατίναξή του στη Μολδαβία συγκλόνισε την Επανάσταση.

AI-απεικόνιση της ανατίναξης του Γεωργάκη Ολύμπιου στη Μολδαβία, βασισμένη σε ιστορικές ζωγραφιές
Ιστορία: Ήταν βαριά άρρωστος αλλά αρνήθηκε να παραδοθεί. Η ηρωική αυτοθυσία του Γεωργάκη Ολύμπιου στη Μολδαβία

Ο Γεωργάκης Ολύμπιος δεν ήταν απλώς ένας αρματολός από τον Όλυμπο. Ήταν η προσωποποίηση της προεπαναστατικής φωτιάς που έκαιγε στα Βαλκάνια, πριν καν σβήσει η σκιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Γεννημένος το 1772 στο Λιβάδι Ελασσόνας, ορφάνεψε από μικρός και μεγάλωσε με μοναδικό προορισμό να μάθει τα όπλα. Πέρασε νωρίς στα σώματα του Αλή Πασά, εκπαιδεύτηκε στον ανταρτοπόλεμο και κατέληξε μισθοφόρος των Ρώσων, ενώ το 1817 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, ακριβώς εκεί όπου χτιζόταν η μυστική προεργασία του ξεσηκωμού.

Αντίθετα με άλλους αγωνιστές που περίμεναν το σινιάλο από τη Νότια Ελλάδα, εκείνος πήγε μπροστά, στην πιο επισφαλή φάση της Επανάστασης, στη Βλαχία και τη Μολδαβία, όπου είχαν συγκεντρωθεί οι πρώτοι Φιλικοί υπό τον Υψηλάντη. Στο πλευρό του βρέθηκε ο Ιωάννης Φαρμάκης. Ο Ολύμπιος δεν πολέμησε μόνο με σπαθί· κράτησε το ηθικό όταν όλα κατέρρεαν: μετά τη μάχη του Δραγατσανίου, όταν διαλύθηκε η αρχική ελπίδα του κινήματος, εκείνος δεν αποσύρθηκε. Αντί να φύγει, οπισθοχώρησε προς τη Μολδαβία, με όσους άντρες είχαν απομείνει ζωντανοί.

Το καλοκαίρι του 1821, βαριά άρρωστος και καθηλωμένος σε φορείο, φτάνει στη Μονή Σέκου, στα σύνορα της Ρουμανίας με τη Μολδαβία. Το μοναστήρι ήταν κτισμένο σε ψηλό σημείο, περιβαλλόταν από δάση και είχε χοντρούς πέτρινους τοίχους, ιδανικό για άμυνα αλλά καταδικασμένο σε περίπτωση πολιορκίας. Εκεί βρήκαν καταφύγιο περίπου 350 άνδρες. Ο Ολύμπιος δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος χωρίς βοήθεια, αλλά η ψυχή του έκαιγε πιο δυνατά από ποτέ.

Οι Οθωμανοί έφτασαν με χιλιάδες στρατιώτες, πυροβόλα, εμπειροπόλεμους γενίτσαρους και πολιορκητικά μέσα. Η μονή περικυκλώθηκε από παντού. Άρχισαν τα κανόνια, οι προτάσεις για παράδοση, οι απειλές, οι λιποταξίες. Οι άνδρες πεινούσαν, δεν υπήρχαν ενισχύσεις, δεν υπήρχε διέξοδος. Ο Ολύμπιος δεν ενέδωσε. Πάνω στον πυρετό, έστειλε το τελευταίο του μήνυμα: «Ας πεθάνουμε όπως αρμόζει σ’ ελεύθερους ανθρώπους. Ζήτω η Πίστη και η Ελευθερία της Ελλάδας».

Στο καμπαναριό της μονής είχαν απομείνει λίγοι πιστοί του. Οι Τούρκοι φώναζαν να κατεβεί. Οι λιγοστοί σύντροφοί του, εξαντλημένοι, ήξεραν πως το τέλος πλησίαζε. Εκείνος γνώριζε ότι δεν θα δει ποτέ ξανά τη γυναίκα του, τη Στάνα, που εκείνη τη στιγμή κυοφορούσε την κόρη τους. Είπε σε έναν από τους τελευταίους στρατιώτες του: «Αν σκοτωθώ, να μην με κλάψεις. Από παιδί τάχθηκα να πεθάνω για την Πατρίδα».

Όταν οι Τούρκοι επιχείρησαν την τελική είσοδο στο καμπαναριό, ο Ολύμπιος σημάδεψε ένα βαρέλι με πυρίτιδα. Η έκρηξη ισοπέδωσε το σημείο. Μαζί του σκοτώθηκαν και αρκετοί Οθωμανοί στρατιώτες. Ήταν η πρώτη αυτοθυσία με πυρίτιδα στην ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης. Ήταν ένας φλεγόμενος λίθος στη μνήμη των αγωνιστών, μια πράξη που δεν συνδέθηκε ποτέ με δειλία αλλά με ανυπέρβλητο ηθικό μεγαλείο.

Η σορός του Γεωργάκη Ολύμπιου έμεινε εκεί, θαμμένη σε ξένη γη. Το ελληνικό κράτος δεν μετέφερε ποτέ τα οστά του, παρά την επιθυμία του. Η χήρα του έλαβε αργότερα πενιχρή σύνταξη. Η κόρη του γεννήθηκε ορφανή. Κι όμως, η φλόγα που άφησε πίσω του πέρασε στις επόμενες γενιές, σε ποιητές, δασκάλους, μαχητές και ιερείς. Δεν έμεινε στην ιστορία ως πολέμαρχος, αλλά ως σύμβολο εκείνης της ανείπωτης επιλογής: του θανάτου με αξιοπρέπεια, έναντι της αιχμαλωσίας με ταπείνωση.

Ο Γεωργάκης Ολύμπιος δεν έγινε μύθος για το πώς έζησε, αλλά για το πώς αποφάσισε να πεθάνει.