Ξημέρωνε 17 Οκτωβρίου 1941. Στον κάμπο της Μακεδονίας, η δροσιά της νύχτας δεν είχε προλάβει να στεγνώσει και το φως δεν είχε φανερωθεί. Αλλά η φρίκη είχε ήδη αρχίσει. Δύο λόχοι της Βέρμαχτ, ξεκινώντας από τη Θεσσαλονίκη, περικύκλωσαν τα Άνω και Κάτω Κερδύλια με απόλυτη σιωπή. Δεν ήθελαν να ακούγεται μηχανή. Ήθελαν να είναι το σκοτάδι που θα παραδώσει τα χωριά.
Οι Γερμανοί μετέφεραν αιχμαλώτους από άλλες περιοχές. Ήταν το δόλωμα. Έπρεπε να πείσουν ότι έψαχναν αντάρτες. Αλλά το σχέδιο ήταν αλλού. Δεν υπήρχε πρόθεση για ανακρίσεις, δεν υπήρχε πρόθεση για ερωτήσεις. Τα Κερδύλια ήταν ήδη χαραγμένα σε λίστα εκδίκησης. Μια λίστα που είχε γραφτεί με γερμανική γραφομηχανή και ελληνικό αίμα.
Όταν μπήκαν στα σπίτια, οι κάτοικοι κοιμούνταν. Δεν είχαν φύγει γιατί δεν τους είχε δοθεί εντολή. Οι προειδοποιήσεις είχαν έρθει τις προηγούμενες μέρες, αλλά έμοιαζαν απλές απειλές. Ούτε οι δάσκαλοι, ούτε οι γεωργοί, ούτε οι παπάδες πίστευαν πως θα εκτελούνταν άοπλοι. Μέσα σε λίγες ώρες, όμως, βρέθηκαν όλοι στα χέρια της Βέρμαχτ.
Οι άντρες από 16 έως 60 χρονών οδηγήθηκαν στις τοποθεσίες “Αλώνια” και “Κούτρες”. Οι γυναίκες και τα παιδιά στα σχολεία. Οι ηλικιωμένοι στο κοινοτικό κατάστημα. Ήταν το τελευταίο τους καταφύγιο πριν το χώμα γίνει τάφος. Κανείς δεν ήξερε τι ερχόταν. Αλλά όλα έγιναν βήμα προς βήμα, σαν σενάριο που είχε παιχτεί πολλές φορές σε άλλη γη.
Στις 9 το πρωί, μια φωτοβολίδα ανέβηκε στον ουρανό. Ήταν το σήμα. Οι στρατιώτες της Βέρμαχτ άρχισαν να φωνάζουν ονόματα. Κάθε όνομα συνοδευόταν από έναν πυροβολισμό. Κατόπιν άλλο ένα. Και άλλο. Το χώμα στα Κερδύλια έγινε λάσπη, όχι από βροχή, αλλά από αίμα. Εκτελέστηκαν πάνω από 230 άνθρωποι. Πολλοί από αυτούς ανήλικοι. Ο μικρότερος ήταν μόλις 16 ετών.
Η διαδικασία κράτησε ώρες. Στο τέλος, τα σπίτια πυρπολήθηκαν. Οι εκκλησίες αφέθηκαν να καούν με τις εικόνες τους μέσα. Οι ηλικιωμένοι που είχαν επιζήσει αναγκάστηκαν να σκάψουν τους τάφους των παιδιών τους. Με τα ίδια χέρια που λίγες μέρες πριν άρμεγαν, έσκαβαν τώρα για να κρύψουν τη μαζική εκτέλεση. Δεν υπήρξε τίποτα όρθιο. Τίποτα που να θυμίζει ζωή.
Η σφαγή των Κερδυλλίων ήταν η πρώτη μαζική εκτέλεση αμάχων στη Βόρεια Ελλάδα. Η διαταγή είχε εκδοθεί πριν την άφιξη των στρατιωτών. Η φωτοβολίδα ήταν μόνο το ορατό σημείο μιας απόφασης που είχε ήδη ληφθεί. Η επίσημη ανακοίνωση των Γερμανών ήρθε 17 μέρες μετά. Οι εκτελεσμένοι χαρακτηρίστηκαν «συμμορίτες». Δεν τους κατονομάστηκαν ποτέ.
Στα Κερδύλια δεν επέστρεψε ποτέ κανείς. Οι επιζώντες ίδρυσαν τα Νέα Κερδύλια σε άλλο σημείο, αλλά η πληγή έμεινε ανοιχτή. Οι καμπάνες δεν ξαναχτύπησαν στα παλιά χωριά. Οι δρόμοι δεν ξαναστρώθηκαν. Η ιστορία τους έμεινε σιωπηλή για χρόνια. Αλλά κάθε 17 Οκτωβρίου, η σιωπή ξαναγίνεται φωνή. Όχι με λόγια, αλλά με απουσία.