Αν έχεις μεγαλώσει στην Ελλάδα, αποκλείεται να μην έχεις ακούσει τη λέξη ριφιφί στις ειδήσεις. Τη χρησιμοποιούν παντού. Για διαρρήξεις, για τούνελ, για θυρίδες, για περίεργα σκηνικά σε τράπεζες. Κι όμως, η λέξη δεν ξεκίνησε καθόλου έτσι. Δεν είχε καν σχέση με διάρρηξη. Η πραγματική της ιστορία είναι πολύ πιο πλούσια και λίγο πιο κουλή από όσο περιμένεις.
Στα γαλλικά, η λέξη ήταν αρχικά μια καθαρή αργκό. Σήμαινε φασαρία, καβγά, μπελάς. Δηλαδή κάτι έγινε και έμπλεξες. Τίποτα που να θυμίζει ληστεία. Χρησιμοποιούσαν τη λέξη κυρίως σε παρέες, σε δρόμους, σε περιοχές που είχαν έντονη νυχτερινή ζωή. Ήταν μια λέξη της πιάτσας που ποτέ δεν θα έφευγε από εκεί αν δεν εμφανιζόταν ο συγγραφέας Auguste Le Breton. Έγραφε ιστορίες για ληστές, συμμορίες, μπασμένους τύπους που έκαναν χτυπήματα στο Παρίσι. Ο Le Breton πήρε τη λέξη ριφιφί, της άλλαξε λίγο τη σημασία και τη χρησιμοποίησε σαν τίτλο στο βιβλίο του. Εκεί άρχισε να συνδέεται όχι με φασαρία, αλλά με οργανωμένο έγκλημα. Στη φαντασία του συγγραφέα, ριφιφί δεν ήταν καβγάς. Ήταν μια δύσκολη, επικίνδυνη αποστολή.
Το μεγάλο βήμα έγινε όταν το βιβλίο έγινε ταινία. Ο σκηνοθέτης ήταν ο Jules Dassin, ο οποίος είχε φύγει από την Αμερική και γύριζε ταινίες στη Γαλλία. Έκανε λοιπόν την ταινία Rififi και εκεί μπήκε για τα καλά η νέα σημασία της λέξης. Η ταινία είχε μια τεράστια σκηνή διάρρηξης, γύρω στη μισή ώρα, χωρίς μουσική και χωρίς διαλόγους. Μόνο ήχοι από εργαλεία, αναπνοές, το σχέδιο να ξεδιπλώνεται βήμα βήμα. Για την εποχή ήταν σοκ. Τόσο ρεαλιστικό που σε κάποιες χώρες την απαγόρευσαν γιατί έλεγαν ότι δείχνει στους διαρρήκτες πώς να κάνουν τέλεια δουλειά.
Από εκεί και πέρα, η λέξη ριφιφί κόλλησε για πάντα με την έννοια της έξυπνης διάρρηξης. Όχι της τυχαίας, αλλά της σχεδιασμένης μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο. Πέρασε σε τίτλους ταινιών, σε αφίσες, σε συζητήσεις. Έγινε ολόκληρο στιλ. Κάτι σαν το blueprint για όλα τα heist movies που βγήκαν αργότερα.
Το αστείο είναι ότι στα ελληνικά, η λέξη μπήκε τόσο βαθιά που ξεχάσαμε πως δεν είναι δική μας. Κι όχι απλά μπήκε. Εδώ η σημασία της έγινε ακόμη πιο συγκεκριμένη. Για εμάς ριφιφί δεν είναι απλά διάρρηξη. Είναι διάρρηξη με τούνελ, μεθοδικότητα, χτύπημα που σου δίνει την αίσθηση ότι αυτοί που το έκαναν έχουν δει πέντε φορές την ταινία και έχουν κάνει πρόβα μήνες. Αν πεις έγινε ριφιφί, όλοι έχουν την ίδια εικόνα στο μυαλό. Χτύπημα υπερβολικά κινηματογραφικό για να είναι αληθινό.
Με τα χρόνια, η λέξη άρχισε να ξεφεύγει και από το αστυνομικό κομμάτι. Άρχισε να χρησιμοποιείται και για σκάνδαλα, για οικονομικά θέματα, για πολιτικές ίντριγκες. Όταν κάποιος θέλει να πει ότι κάτι στήθηκε με ύπουλο τρόπο, αλλά πολύ μεθοδικά, το πετάει σαν ριφιφί. Και όλοι καταλαβαίνουν τι εννοεί. Μια λέξη που κάποτε σήμαινε απλά φασαρία, πέρασε από βιβλία, ταινίες, εγκλήματα, τον γαλλικό υπόκοσμο, μέχρι τα δελτία ειδήσεων στην Ελλάδα. Και τελικά έμεινε εδώ περισσότερο από όσο έμεινε στη γλώσσα που τη γέννησε.

