Στη Ρώμη, όταν η δημοκρατία έφτανε στο τέλος της, γεννήθηκε η πιο σκοτεινή πρακτική εξόντωσης αντιπάλων. Η προγραφή δεν ήταν απλώς μια δημόσια ανακοίνωση· ήταν μια λίστα θανάτου. Τα ονόματα των «ανεπιθύμητων» αναρτούσαν στο Φόρουμ, ο καθένας μπορούσε να τους σκοτώσει, και η περιουσία τους έμπαινε σε πλειστηριασμό.
Πρώτος τη χρησιμοποίησε συστηματικά ο Σύλλας το 82 π.Χ.. Την πρώτη μέρα αναρτήθηκαν 80 ονόματα, τη δεύτερη 220, και την τρίτη άλλοι 220. Η πόλη πάγωσε από τον φόβο, η Ιταλία γέμισε κυνηγούς κεφαλών και οι δρόμοι πλημμύρισαν αίμα. Για κάθε θύμα υπήρχε αμοιβή δύο ταλάντων, και όποιος έκρυβε προγραμμένο τιμωρούνταν με θάνατο.
Λίγες δεκαετίες αργότερα, η Β΄ Τριανδρία με τον Αντώνιο, τον Οκταβιανό και τον Λέπιδο πήγε το σύστημα ακόμη πιο μακριά. Τα ονόματα έμπαιναν και βγαίναν από τις λίστες, οι φίλοι δίνονταν για να σωθούν άλλοι, και τα νούμερα εκτοξεύτηκαν: περίπου 300 γερουσιαστές και πάνω από 2.000 ιππείς εκτελέστηκαν. Οι αμοιβές ήταν τεράστιες: 25.000 δραχμές σε ελεύθερο που θα σκότωνε τον στόχο, ελευθερία και χρήματα σε όποιον δούλο πρόδιδε ή εκτελούσε τον αφέντη του.
Οι λίστες, οι εκτελέσεις και οι πλειστηριασμοί
Όταν το όνομα έμπαινε στις tabulae proscriptionis, ο άνθρωπος έχανε κάθε δικαίωμα. Όποιος τον συλλάμβανε ή τον σκότωνε γινόταν ήρωας του καθεστώτος. Τα κεφάλια και τα χέρια των εκτελεσμένων στήνονταν στη Rostra, για να πιστοποιηθεί η ταυτότητα και να πληρωθούν οι αμοιβές. Η οικογένεια του θύματος έμενε χωρίς προστασία και χωρίς περιουσία.
Η διαδικασία που ακολουθούσε ήταν ψυχρή. Η περιουσία δημευόταν και έβγαινε σε πλειστηριασμό. Οι ισχυροί αγόραζαν σπίτια και κτήματα «κοψοχρονιά». Ο απελεύθερος Χρυσόγονος απέκτησε κτήματα αξίας 6 εκατομμυρίων σηστερτίων με μόλις 2.000. Ο Κράσσος έγινε από τους πλουσιότερους άνδρες της Ρώμης εκμεταλλευόμενος αυτές τις ευκαιρίες. Οι βετεράνοι της Τριανδρίας πήραν 18 πόλεις ως ανταμοιβή για την υπηρεσία τους.
Με τον καιρό, οι λίστες δεν είχαν μόνο πολιτικούς εχθρούς. Εμφανίστηκαν και τα ονόματα όσων είχαν πλούτο, εύφορη γη ή απλώς ένα καλό σπίτι. Όπως έγραψε ο Πλούταρχος, «το σπίτι του τον σκότωσε». Η βία δεν έκανε διακρίσεις. Δούλοι πρόδιδαν αφεντικά για την αμοιβή, φίλοι και συγγενείς αντάλλασσαν ονόματα για να σωθούν, και πολλοί προτιμούσαν να δώσουν τέλος στη ζωή τους πριν τους βρουν οι διώκτες.
Η πολιτική και η επιβίωση
Μέσα σε αυτή τη βαρβαρότητα, η Ρώμη άλλαζε. Οι αγορές γέμιζαν με δημευμένα αγαθά, και η πολιτική ισχύς συγκεντρωνόταν στα χέρια λίγων που έλεγχαν το χρήμα και τον φόβο. Η προγραφή δεν ήταν πια ένα εργαλείο δικαιοσύνης αλλά μηχανισμός εξόντωσης και πλουτισμού.
Ο Ιούλιος Καίσαρας επιχείρησε να δείξει επιείκεια, επιτρέποντας στους γιους και τα εγγόνια των θυμάτων των παλιών λιστών να επιστρέψουν. Όμως, μετά τη δολοφονία του, η Τριανδρία επανέφερε τις λίστες, αποδεικνύοντας ότι η προγραφή είχε γίνει πια σύστημα που κανείς δεν μπορούσε να σταματήσει.
Η Ρώμη των λιστών ήταν μια πόλη όπου ο φόβος και το χρήμα βάδιζαν μαζί. Οι λίστες θανάτου δεν ήταν μόνο μια πράξη εκδίκησης· ήταν η πιο ωμή απόδειξη ότι, στο τέλος της δημοκρατίας, η ζωή και η περιουσία ενός πολίτη μπορούσαν να αλλάξουν χέρια μέσα σε μια μέρα.
Διαβάστε ακόμα
Γιατί οι Κορεάτες δεν χρειάζονται αποσμητικό και τι συμβαίνει με τον ιδρώτα τους
Τα χίλια χρόνια που η Λαμία λεγόταν Ζητούνι και η ιστορία πίσω από την αλλαγή του ονόματός της
Τα δύο παιδιά με πράσινο δέρμα που εμφανίστηκαν τον 12ο αιώνα και έγιναν θρύλος της Αγγλίας