Η σκόνη δεν ερχόταν· κατοικούσε στις πόλεις. Ξυπνούσες και την ένιωθες στα ρουθούνια, στα σεντόνια, στο νερό που σκουρόχρωμο έφευγε από τον κουβά. Στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη πριν από εκατό χρόνια, κάθε ανάσα είχε γεύση γης και κάθε μεσημέρι άναβε βήχες στις αυλές και στα στενά.
Στην Αθήνα οι δρόμοι ήταν χωμάτινοι στις περισσότερες γειτονιές. Άμαξες, λίγα αυτοκίνητα και παπούτσια σήκωναν σύννεφα που κάθονταν παντού. Βυτία του Δήμου ράντιζαν νερό να καταλαγιάσει η σκόνη, μα ο ήλιος την ξανασήκωνε σε λίγα λεπτά. Οι νοικοκυρές έπλεναν δάπεδα δυο φορές τη μέρα, σαν να κυνηγούσαν αντίπαλο που πάντα γύριζε.
Η ζέστη του καλοκαιριού έκανε τα πάντα χειρότερα. Τα σπίτια έκλειναν παραθυρόφυλλα στη μέση του μεσημεριού, κι όμως η σκόνη τρύπωνε από χαραμάδες. Παιδιά με γδαρμένα γόνατα γύριζαν από το παιχνίδι με μύτες μαυρισμένες. Στα καφενεία, οι άντρες φύσαγαν το φλιτζάνι πριν πιουν, να διώξουν τους κόκκους που επέμεναν στην επιφάνεια.
Οι λαϊκές γειτονιές μεγάλωναν ραγδαία με τους πρόσφυγες του ’22. Προσφυγικές συνοικίες ξεφύτρωναν σε άκρες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, με πρόχειρα δρομάκια που γίνονταν λάσπη τον χειμώνα και σκόνη το καλοκαίρι. Η υγρασία κολλούσε στην πλάτη, η σκόνη στο στήθος. Γιατροί μιλούσαν για «καταρροές» και «βρογχίτιδες», λόγια καθημερινά πριν γίνουν διάγνωση.
Στα παζάρια, μανάβηδες σκέπαζαν τα σύκα με βρεγμένα πανιά. Μπακάληδες τίναζαν σακιά με αλεύρι έξω από την πόρτα και το αλεύρι γινόταν ένα με το χώμα του δρόμου. Σφυρίγματα τραμ και κουδούνια αμαξών έσμιγαν με τον βήχα, ήχος πόλης που δεν σταματούσε παρά μόνο μετά τη δύση.
Σκόνη στην ανάσα των πόλεων
Η Θεσσαλονίκη κουβαλούσε και τη μνήμη της μεγάλης φωτιάς. Η στάχτη των χαλασμάτων έγινε σκόνη που τριβόταν στην καθημερινή ανοικοδόμηση. Μαστόροι με κασκέτα έσπαγαν πέτρα, οι άνεμοι σήκωναν ψιλή άμμο από εργοτάξια, και οι πλατείες της νέας πόλης έπαιρναν σχήμα μέσα σε θολό φως, σαν να χαράσσονταν πάνω σε θαμπό τζάμι.
Οι Δήμοι δοκίμαζαν λύσεις. Ράντισμα δρόμων, ρίψη χαλικιού, κυβόλιθοι και σποραδικές ασφαλτοστρώσεις στους κεντρικούς άξονες. Δέντρα φυτεύονταν σε λεωφόρους, όμως η πράσινη ασπίδα ήθελε χρόνια για να ψηλώσει. Ως τότε, οι κάτοικοι έμαθαν να ζουν με μαντήλια, με βρεγμένες πετσέτες στις κουπαστές και με ένα «σκούπισμα ακόμη» πριν τον ύπνο.
Η σκόνη δεν ήταν μόνο ενόχληση· ήταν ταξική εμπειρία. Στις κεντρικές οδούς στρώνονταν κυβόλιθοι και το καλοκαίρι μύριζε νερό από ράντισμα. Στις παρυφές, η σκόνη γινόταν πέπλο πάνω από αυλές και μπουγάδες. Εκεί η φωνή βάραινε πιο νωρίς, κι ο βήχας έπαιρνε το κορμί σαν μικρός, καθημερινός σεισμός.
Σιγά σιγά, οι πόλεις αλλάζουν. Πεζοδρόμια στρώνονται, δρόμοι ασφαλτοστρώνονται, πάρκα φυτεύονται, οι πρώτες πολεοδομικές χαράξεις δίνουν ρυθμό. Μα η μνήμη του παλιού αέρα μένει. Κάθε φορά που ένα νοτιάς φέρνει αφρικανική σκόνη, οι παλιές ιστορίες ξυπνούν· η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη θυμούνται πως κάποτε ανασαίναν χώμα.
Κι ίσως αυτό να ήταν το σκληρότερο μάθημα: οι πόλεις δεν καθαρίζονται μόνο με νερό και άσφαλτο. Θέλουν χώρο, δέντρα, σχέδιο και χρόνο. Θέλουν ανθρώπους που ανοίγουν παράθυρα και βλέπουν καθαρό ουρανό, χωρίς να σηκώνεται μαζί του ολόκληρος ο δρόμος.
Με πληροφορίες από το βιβλίο Athens from 1920 to 1940
Διαβάστε ακόμα
Η σκοτεινή φήμη για τα Minions και τα παιδιά του 1903 που εξαπλώθηκε στο διαδίκτυο
Το άλυτο μυστήριο των χρυσών θησαυρών των Μυκηνών
Στα σκοτεινά νερά της Ελλάδας ζουν ακόμη οι σκιές των μυθικών τεράτων