Όταν η Αμαλία του Ολδεμβούργου έφτασε στην Ελλάδα το 1837 για να παντρευτεί τον βασιλιά Όθωνα, η Αθήνα ήταν μια πόλη που μόλις άρχιζε να σηκώνει κεφάλι μετά την Επανάσταση. Νέα, μόλις δεκαεπτά ετών, ξανθιά, προτεστάντισσα και χωρίς να γνωρίζει ελληνικά, η Αμαλία αντιμετωπίστηκε με καχυποψία. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι αυτή η «ξένη βασίλισσα» θα γινόταν το πρόσωπο που θα έντυνε την Ελλάδα και θα της χάριζε έναν κήπο που υπάρχει μέχρι σήμερα.
Η Αμαλία δεν περιορίστηκε σε ρόλο διακοσμητικό. Είχε φιλοδοξία, δημιουργικότητα και μια σπάνια αισθητική αντίληψη. Μελετώντας τις τοπικές φορεσιές από κάθε γωνιά της χώρας, συνέθεσε τη δική της εκδοχή μιας νέας, εθνικής ενδυμασίας. Ένωσε στοιχεία από νησιώτικες μανίκες, στεριανές φούστες και μικρασιατικά γιλέκα, συνδυάζοντάς τα με ευρωπαϊκές γραμμές και χρώματα. Έτσι γεννήθηκε η «ενδυμασία Αμαλίας», ένα ρούχο που έγινε σύμβολο ταυτότητας και περηφάνειας για τις Ελληνίδες.
Το κοντό βελούδινο γιλέκο με τα χρυσά κεντήματα, το φέσι με τη φούντα και η φούστα με τις πτυχές έγιναν το νέο πρόσωπο της Ελλάδας. Η βασίλισσα φόρεσε πρώτη τη φορεσιά, και σύντομα την υιοθέτησαν οι κυρίες της αυλής. Από εκεί εξαπλώθηκε στα αστικά σπίτια, στα σχολεία, στις γιορτές και στις παρελάσεις. Η φορεσιά Αμαλίας πέρασε από τις αίθουσες του παλατιού στις σελίδες της Ιστορίας, και σήμερα αποτελεί την πιο αναγνωρίσιμη ελληνική γυναικεία ενδυμασία.
Η βασίλισσα που έδωσε στην Αθήνα τον Εθνικό Κήπο
Πέρα από τη μόδα, η Αμαλία άφησε πίσω της και κάτι που άλλαξε για πάντα την πρωτεύουσα: τον Εθνικό Κήπο. Τον φαντάστηκε σαν πράσινο καταφύγιο στο κέντρο της πόλης. Έφερε φυτά από κάθε ήπειρο – φοίνικες από την Αίγυπτο, λεύκες από την Ιταλία, ακακίες από την Αυστραλία – και τα φύτεψε σε μια έκταση δίπλα στα τότε ανάκτορα. Ήθελε οι κάτοικοι της Αθήνας να έχουν έναν τόπο δροσιάς, σκιάς και ομορφιάς. Έτσι γεννήθηκε ο Βασιλικός Κήπος, που αργότερα ονομάστηκε Εθνικός.
Ο Κήπος έγινε σύμβολο πολιτισμού και ευρωπαϊκής προόδου, όπως ακριβώς η ίδια η βασίλισσα επιθυμούσε. Ο λαός, που αρχικά τη φοβόταν, άρχισε να τη σέβεται και να την αποκαλεί «κυρά των λουλουδιών». Η ίδια περπατούσε συχνά ανάμεσα στα δέντρα που είχε φυτέψει, σημειώνοντας ποια άντεχαν στο αττικό χώμα και ποια χρειάζονταν φροντίδα. Η αγάπη της για τη φύση και την τέχνη έγινε κομμάτι της ίδιας της ταυτότητας της πόλης.
Παρότι ο γάμος της με τον Όθωνα δεν απέφερε απογόνους και η εξορία τους το 1862 υπήρξε πικρή, η κληρονομιά της Αμαλίας παρέμεινε ζωντανή. Η φορεσιά που δημιούργησε φοριέται μέχρι σήμερα σε παρελάσεις και σχολικές γιορτές, ενώ ο Εθνικός Κήπος εξακολουθεί να αποτελεί τη πράσινη καρδιά της Αθήνας. Μπορεί να έμεινε στην ιστορία ως «ξένη βασίλισσα», όμως έντυσε και φύτεψε την ψυχή μιας ολόκληρης χώρας.
Η Αμαλία του Ολδεμβούργου δεν ήταν απλώς η πρώτη βασίλισσα της Ελλάδας· ήταν μια γυναίκα που ένωσε την ευρωπαϊκή αισθητική με την ελληνική παράδοση και άφησε πίσω της έργο που δεν μαράθηκε ποτέ.













